μίσανδρος

μίσανδρος
μίσανδρος
hating men
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μίσανδρος — η, ο (Α μίσανδρος, ον) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • μίσανδροι — μίσανδρος hating men masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • αμύνανδρος — Γενάρχης των Αμυνάνδρων, ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται στον Τίμαιοτου Πλάτωνα και ένας Αθηναίος πολίτης. * * * ἀμύνανδρος, ο (Α) αυτός που αποκρούει τους εχθρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μισανδρία — η (Α μισανδρία) [μίσανδρος] μίσος προς τους άνδρες …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”